- αλίκμητος
- (I)-η, -ο (Α ἀλίκμητος, -ον)αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λικμῶ) (-άω) «λιχνίζω»].————————(II)ἁλίκμητος, -ον (Α)ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι-* (< ἅλς) + -κμητὸς < κάμνω «κουράζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.